θυμοφθόρος — θῡμοφθόρος , θυμοφθόρος destroying the soul masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοφθόρον — θῡμοφθόρον , θυμοφθόρος destroying the soul masc/fem acc sg θῡμοφθόρον , θυμοφθόρος destroying the soul neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
яротленный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (θυμοφθόρος) душе тленный, вредный или пагубный для души … Словарь церковнославянского языка
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
θυμοβόρος — ο (Α θυμοβόρος, ον) αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην. β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος) … Dictionary of Greek
θυμοφθορώ — θυμοφθορῶ, έω (Α) [θυμοφθόρος] φθείρω την ψυχή, βασανίζω την ψυχή, κατατρώγω την καρδιά, στενοχωρούμαι, θλίβομαι … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θυμοφθόρα — θῡμοφθόρα , θυμοφθόρος destroying the soul neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοφθόροι — θῡμοφθόροι , θυμοφθόρος destroying the soul masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοφθόροις — θῡμοφθόροις , θυμοφθόρος destroying the soul masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)