θυμοφθόρος

θυμοφθόρος
θυμοφθόρος, -ον (Α)
1. αυτός που φθείρει την ψυχή, αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοφθόρα φάρμακα» — δηλητηριώδη φάρμακα, Ομ. Οδ.)
2. μτφ. αυτός που επιβουλεύεται τη ζωή κάποιου («γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα πολλά [ενν. σήματα]» — αφού έγραψε σε πίνακα σημεία που δηλητηριάζουν την καρδιά, Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που κατατρώει την καρδιά, αυτός που εξαντλεί τις δυνάμεις («ἄχος... θυμοφθόρον», Ομ. Οδ.)
4. (για πρόσ.) ενοχλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο-* + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο-φθόρος, ψυχο-φθόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θυμοφθόρος — θῡμοφθόρος , θυμοφθόρος destroying the soul masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμοφθόρον — θῡμοφθόρον , θυμοφθόρος destroying the soul masc/fem acc sg θῡμοφθόρον , θυμοφθόρος destroying the soul neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • яротленный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (θυμοφθόρος) душе тленный, вредный или пагубный для души …   Словарь церковнославянского языка

  • θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θυμοβόρος — ο (Α θυμοβόρος, ον) αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην. β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος) …   Dictionary of Greek

  • θυμοφθορώ — θυμοφθορῶ, έω (Α) [θυμοφθόρος] φθείρω την ψυχή, βασανίζω την ψυχή, κατατρώγω την καρδιά, στενοχωρούμαι, θλίβομαι …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • θυμοφθόρα — θῡμοφθόρα , θυμοφθόρος destroying the soul neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμοφθόροι — θῡμοφθόροι , θυμοφθόρος destroying the soul masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμοφθόροις — θῡμοφθόροις , θυμοφθόρος destroying the soul masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”